- μαρμάρεος
- μαρμάρεοςflashingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαρμάρεος — (I) μαρμάρεος και, κατά τον Ησύχ., μαρμάρειος, α, ον (Α) ιδίως για μέταλλα) αυτός που λάμπει, που ακτινοβολεί, ο στιλπνός, ο αστραφτερός («αἰγίδα θυσανόεσσαν μαρμαρέην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρμαίρω «λάμπω, αστράφτω» + κατάλ. εος (πρβλ. αργύρ … Dictionary of Greek
μαρμαρέων — μαρμάρεος flashing fem gen pl μαρμάρεος flashing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμάρεον — μαρμάρεος flashing masc acc sg μαρμάρεος flashing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρέαις — μαρμάρεος flashing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρέαισιν — μαρμάρεος flashing fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρέη — μαρμάρεος flashing fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρέην — μαρμάρεος flashing fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρέης — μαρμάρεος flashing fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρέοις — μαρμάρεος flashing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρέοισιν — μαρμάρεος flashing masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)